-
1 ὅρκιον
1 pledge on oathμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.16
]πριν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ ευ[ Pae. 6.155
-
2 τέλλω
Aἔτειλα Pi.O.2.70
:—[voice] Pass. τέλλομαι:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), accomplish,ἔτειλαν ὁδόν Pi.
l.c.; perform duties, rites, etc., τέλλεμ (inf.)μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα Leg.Gort.10.42
:—[voice] Med., τελλόμεναι χορόν, apparently = στελλόμεναι, PSI10.1181.39:—[voice] Pass., come into being,γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο Pi.P.4.257
;ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον Id.O.11(10).6
; ἐς χάριν τέλλεται turns to good, ib.1.76; ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις.. τέλλεται cj. Emper. for στέλλεται, A.Ag. 1133 (lyr.); of the gadfly, οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται) = γίγνεται) A.R.3.277;ἠοῦς τελλομένης Id.1.1360
; πρόκα τελλομένου ἔτεος as soon as a year is complete, ib. 688.II intr. in [voice] Act., = ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος at sun rise, S.El. 699; ἶρις τέλλει grows up, Nic.Fr. 74.32. (Cf. πέλω ([etym.] πέλομαι) fin., with which τέλλομαι ([voice] Pass.) is cogn.; the [voice] Act. τέλλω (fr. which δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος, etc. are derived) may be formed fr. the [voice] Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as πείθω fr. πείθομαι, πεύθω fr. πεύθομαι; the sense rise is perh. derived from that of revolve as used of stars; ἐντέλλω, ἐπιτέλλω (A) may orig. have meant 'cause to be done (by another)'.) -
3 τέλλω
a act., completeὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.70
b pass., be accounted “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” count for goodwill O. 1.76μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.257
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский